- πεμπόμενα
- πέμπωsendpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεμπομένας — πεμπομένᾱς , πέμπω send pres part mp fem acc pl πεμπομένᾱς , πέμπω send pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπομέναν — πεμπομένᾱν , πέμπω send pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρήματα — ἀθρήματα, τα (Α) [ἀθρῶ] κατά τον Ησύχιο, «δῶρα πεμπόμενα παρὰ τῶν συγγενῶν ταῑς γαμουμέναις παρθένοις παρὰ Λεσβίοις» … Dictionary of Greek